- πισσίτης
- ο, ΝΑ(ιδίως για το κρασί) παρασκευασμένος με πίσσα, αυτός που για την παρασκευή του χρησιμοποιείται και πίσσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. -ίτης (πρβλ. σελην-ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πισσίτης — flavoured with pitch masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιττίτης — πισσίτης , πισσίτης flavoured with pitch masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πισσίτην — πισσίτης flavoured with pitch masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πισσίτου — πισσίτης flavoured with pitch masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)